- συμπεφυκώς
- συμπεφῡκώς , συμφύωmake to grow togetherperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολόγινον — ὀλόγινον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀζῶδες, συμπεφυκώς» … Dictionary of Greek
σύστειπτος — ον, A (κατά τον Ησύχ.) «συμπεπυκνωμένος, συμπεφυκώς». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στ(ε)ιπτος (< στιπτός < στείδω «πατώ, καταπατώ»)] … Dictionary of Greek